Οκνηρία στα ρωσικά

Μετάφραση: οκνηρία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
леность, хандра, бездельничанье, нудь, лень, скука, ленивец, лени, ленивца
Οκνηρία στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οκνηρία

κοινωνική οκνηρία, οκνηρία λεξικο, οκνηρία συνώνυμο, οκνηρία συνώνυμα, οκνηρία wiki, οκνηρία λεξικό γλώσσας ρωσικά, οκνηρία στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • οικόσημο στα ρωσικά - вершина, куща, шлем, хохолок, хохол, пик, расческа, ...
  • οινόπνευμα στα ρωσικά - алкоголь, спирт, хмельное, дух, духа, духом, духе
  • οκνός στα ρωσικά - беспечный, бесстрастный, бесчувственный, безучастный, безмятежный, небрежный, беззаботный, ...
  • ολέθριος στα ρωσικά - тлетворный, пагубный, вредный, огромный, зловещий, злобный, гиблый, ...
Τυχαίες λέξεις
Οκνηρία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: леность, хандра, бездельничанье, нудь, лень, скука, ленивец, лени, ленивца