Ονειρεύομαι στα δανικά

Μετάφραση: ονειρεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
drøm, drømme, drømmer, at drømme, drømme om
Ονειρεύομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ονειρεύομαι

ονειρεύομαι μια μέρα μια επανάσταση που το δίκιο θ'αναλάβει την κατάσταση, ονειρεύομαι ματιαμπα, ονειρεύομαι στίχοι, ονειρεύομαι ματιαμπα στιχοι, ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη, ονειρεύομαι λεξικό γλώσσας δανικά, ονειρεύομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ομόφωνος στα δανικά - enstemmig, enstemmige, enige, enstemmigt, enstemmighed
  • ονειδίζω στα δανικά - skvat, twit, vit, virre
  • ονειροπόληση στα δανικά - dagdrøm, Daydream, dagdrømme, af Daydream, drømmeri
  • ονομάζω στα δανικά - navn, opkald, call, indkaldelse, opkaldet, opfordring
Τυχαίες λέξεις
Ονειρεύομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: drøm, drømme, drømmer, at drømme, drømme om