Ονειρεύομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: ονειρεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
droom, dromen, mijmeren, ambitie, eerzucht, dagdroom, wensdroom, droomt, te dromen, dream
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ονειρεύομαι
ονειρεύομαι μια μέρα μια επανάσταση που το δίκιο θ'αναλάβει την κατάσταση, ονειρεύομαι ματιαμπα, ονειρεύομαι στίχοι, ονειρεύομαι ματιαμπα στιχοι, ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη, ονειρεύομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ονειρεύομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ομόφωνος στα ολλανδικά - eenparig, eenstemmig, eensgezind, unaniem, unanieme
- ονειδίζω στα ολλανδικά - verwijt, twit, twit van, van Twit, Tjilpen van Twit
- ονειροπόληση στα ολλανδικά - mijmeren, dromen, dagdroom, dagdromen, Daydream, de dagdroom, dagdroom van
- ονομάζω στα ολλανδικά - roepen, noemen, naam, heten, benoemen, naamwoord, benaming, ...
Τυχαίες λέξεις
Ονειρεύομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: droom, dromen, mijmeren, ambitie, eerzucht, dagdroom, wensdroom, droomt, te dromen, dream
Μεταφράσεις: droom, dromen, mijmeren, ambitie, eerzucht, dagdroom, wensdroom, droomt, te dromen, dream