Οξυγόνωση στα δανικά
Μετάφραση: οξυγόνωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
iltning, iltningen, oxygenering, oxygenation, ilt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξυγόνωση
οξυγόνωση νερού, οξυγόνωση αίματος, οξυγόνωση εγκεφάλου, οξυγόνωση του αίματος, οξυγόνωση των κυττάρων, οξυγόνωση λεξικό γλώσσας δανικά, οξυγόνωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- οξικός στα δανικά - eddikesyre, eddike-, acetic, eddikesyreanhydrid, eddi-
- οξυγονοκολλώ στα δανικά - oxygonokollo
- οξυδέρκεια στα δανικά - indsigt, indblik, viden, indsigt i
- οξυδερκής στα δανικά - skarp, dreven, indsigtsfulde, indsigtsfuld, opfattende, perceptive
Τυχαίες λέξεις
Οξυγόνωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: iltning, iltningen, oxygenering, oxygenation, ilt
Μεταφράσεις: iltning, iltningen, oxygenering, oxygenation, ilt