Ορθογώνιο στα δανικά
Μετάφραση: ορθογώνιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rektangel, rektangulære, rektangulær, rektangulært, firkantet, rectangular
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθογώνιο
ορθογώνιο τρίγωνο, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο εμβαδόν, ορθογώνιο τρίγωνο υπολογισμόσ γωνίασ, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο όγκος, ορθογώνιο λεξικό γλώσσας δανικά, ορθογώνιο στα δανικά
Μεταφράσεις
- ορθογραφία στα δανικά - stavning, stavemåde, stavningen, stavemåden, stavekontrol
- ορθογραφώ στα δανικά - tid, ortografi, retskrivning, ortografien
- ορθοδοξία στα δανικά - ortodoksi, ortodokse, ortodoksien, rettroenhed
- ορθόδοξος στα δανικά - ortodokse, ortodoks, Orthodox, den ortodokse
Τυχαίες λέξεις
Ορθογώνιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rektangel, rektangulære, rektangulær, rektangulært, firkantet, rectangular
Μεταφράσεις: rektangel, rektangulære, rektangulær, rektangulært, firkantet, rectangular