Ορθογώνιο στα τούρκικα
Μετάφραση: ορθογώνιο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dikdörtgen biçiminde, dikdörtgen, dikdörtgen bir, dörtgen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθογώνιο
ορθογώνιο τρίγωνο, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο εμβαδόν, ορθογώνιο τρίγωνο υπολογισμόσ γωνίασ, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο όγκος, ορθογώνιο λεξικό γλώσσας τούρκικα, ορθογώνιο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ορθογραφία στα τούρκικα - komut, emir, yazım, imla, yazım denetimi, spelling, Yazımınızı
- ορθογραφώ στα τούρκικα - müddet, süre, imlâ, yazım, imla, imlâ kuralları, yazım kuralları
- ορθοδοξία στα τούρκικα - Ortodoksluk, inanç sağlamlığı, ortodoks, ortodoksi, orthodoxy
- ορθόδοξος στα τούρκικα - Ortodoks, Doğu kiliseleri, Orthodox, ortodoks bir
Τυχαίες λέξεις
Ορθογώνιο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dikdörtgen biçiminde, dikdörtgen, dikdörtgen bir, dörtgen
Μεταφράσεις: dikdörtgen biçiminde, dikdörtgen, dikdörtgen bir, dörtgen