Οροθετώ στα δανικά
Μετάφραση: οροθετώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afgrænse, afgrænsning, afgrænser, at afgrænse, afgrænsning af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οροθετώ
υιοθετώ συνώνυμα, οροθετώ λεξικό γλώσσας δανικά, οροθετώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- ορνιθοσκαλίσματα στα δανικά - skrible, Scribble, Frihånd, kradse, kradseri
- οροθεσία στα δανικά - afgrænsning, afgrænsningen, begrænsningen, afgraensningen, afgraensning
- ορολογία στα δανικά - terminologi, terminologien, terminologiske
- οροπέδιο στα δανικά - plateau, plateauet, højslette, højsletten
Τυχαίες λέξεις
Οροθετώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afgrænse, afgrænsning, afgrænser, at afgrænse, afgrænsning af
Μεταφράσεις: afgrænse, afgrænsning, afgrænser, at afgrænse, afgrænsning af