Παρατηρητής στα δανικά

Μετάφραση: παρατηρητής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
observatør, observatøren, observatørstatus, iagttager, observatoer
Παρατηρητής στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρατηρητής

παρατηρητής αε, παρατηρητής αγίων αναργύρων, παρατηρητής χολαργού, παρατηρητής φλώρινας, παρατηρητής ημαθίας, παρατηρητής λεξικό γλώσσας δανικά, παρατηρητής στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παρατείνω στα δανικά - forlænge, udvide, strækker, strækker sig, strække
  • παρατηρητήριο στα δανικά - observatorium, vagttårn, Vagttårnet, Watchtower, Vagttårnsselskabet, Vagttårnets
  • παρατηρητικότητα στα δανικά - observation, iagttagelse, bemærkning, overvågning, observationer
  • παρατηρώ στα δανικά - iagttagelse, meddelelse, bemærkning, plakat, varsel, note, meddelelsen, ...
Τυχαίες λέξεις
Παρατηρητής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: observatør, observatøren, observatørstatus, iagttager, observatoer