Παρατηρητής στα λιθουανικά
Μετάφραση: παρατηρητής, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stebėtojas, apžvalgininkas, stebėtojo, stebėtojai, stebėtoja, stebėtoją
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρατηρητής
παρατηρητής αε, παρατηρητής αγίων αναργύρων, παρατηρητής χολαργού, παρατηρητής φλώρινας, παρατηρητής ημαθίας, παρατηρητής λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παρατηρητής στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- παρατείνω στα λιθουανικά - išplėsti, pratęsti, plėsti, praplėsti, apimti
- παρατηρητήριο στα λιθουανικά - observatorija, Stanica, Stebėjimo bokštai, Watchtower, sarginiai bokšteliai, Bokštas strażnicza
- παρατηρητικότητα στα λιθουανικά - stebėjimas, pastebėjimas, stebėjimo, pastaba, pastabą
- παρατηρώ στα λιθουανικά - komentaras, gerbti, skelbimas, pastaba, afiša, plakatas, pranešimas, ...
Τυχαίες λέξεις
Παρατηρητής στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: stebėtojas, apžvalgininkas, stebėtojo, stebėtojai, stebėtoja, stebėtoją
Μεταφράσεις: stebėtojas, apžvalgininkas, stebėtojo, stebėtojai, stebėtoja, stebėtoją