Πειθαρχώ στα δανικά

Μετάφραση: πειθαρχώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
disciplin, disciplinen, fag, disciplin i
Πειθαρχώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθαρχώ

πειθαρχώ σημασία, πειθαρχώ λεξικό γλώσσας δανικά, πειθαρχώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πειθαρχία στα δανικά - disciplin, disciplinen, fag, disciplin i
  • πειθαρχικός στα δανικά - disciplinære, disciplinær, disciplinærsag, disciplinært, disciplinærmyndighed
  • πειθώ στα δανικά - Persuasion, Overtalelse, overbevisning, overtalelsesevne, pression
  • πεινασμένος στα δανικά - sulten, hungrig, sultne
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: disciplin, disciplinen, fag, disciplin i