Πειθαρχώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: πειθαρχώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drausmė, disciplina, drausmės, disciplinos, drausmę
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθαρχώ
πειθαρχώ σημασία, πειθαρχώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πειθαρχώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πειθαρχία στα λιθουανικά - drausmė, disciplina, drausmės, disciplinos, drausmę
- πειθαρχικός στα λιθουανικά - drausminė, drausminės, drausminę, drausminio, drausminių
- πειθώ στα λιθουανικά - pažiūra, nuomonė, įtikinėjimas, Įtikinimo, įtikinimas, įkalbinėjimas, įsitikinimas
- πεινασμένος στα λιθουανικά - alkanas, alkani, išalkęs
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: drausmė, disciplina, drausmės, disciplinos, drausmę
Μεταφράσεις: drausmė, disciplina, drausmės, disciplinos, drausmę