Πειθαρχώ στα τσεχικά

Μετάφραση: πειθαρχώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ukáznit, disciplinovat, sebekázeň, obor, potrestat, trestat, ukázněnost, disciplína, kázeň, disciplíny, disciplínu
Πειθαρχώ στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθαρχώ

πειθαρχώ σημασία, πειθαρχώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, πειθαρχώ στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • πειθαρχία στα τσεχικά - potrestat, ukázněnost, obor, disciplinovat, ukáznit, sebekázeň, trestat, ...
  • πειθαρχικός στα τσεχικά - kázeňský, disciplinární, disciplinárního, kárného, disciplinárnímu, disciplinárním
  • πειθώ στα τσεχικά - přesvědčení, přemlouvání, přesvědčování, Persuasion
  • πεινασμένος στα τσεχικά - neúrodný, hladový, hltavý, dravý, žravý, dychtivý, hlad, ...
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: ukáznit, disciplinovat, sebekázeň, obor, potrestat, trestat, ukázněnost, disciplína, kázeň, disciplíny, disciplínu