Πειθαρχώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: πειθαρχώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
discipline, tucht, straf, bestraffing, vakgebied, begrotingsdiscipline, de begrotingsdiscipline
Πειθαρχώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθαρχώ

πειθαρχώ σημασία, πειθαρχώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πειθαρχώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πειθαρχία στα ολλανδικά - discipline, tucht, bestraffing, straf, vakgebied, begrotingsdiscipline, de begrotingsdiscipline
  • πειθαρχικός στα ολλανδικά - disciplinair, disciplinaire, tuchtrechtelijke, tuchtrechtelijk, tuchtprocedure
  • πειθώ στα ολλανδικά - advies, zin, overreding, gedachte, opinie, mening, dunk, ...
  • πεινασμένος στα ολλανδικά - hongerig, honger, hongerige, honger hebt, hongerigen
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: discipline, tucht, straf, bestraffing, vakgebied, begrotingsdiscipline, de begrotingsdiscipline