Περισσευούμενος στα δανικά
Μετάφραση: περισσευούμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
spare, perissefoumenos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περισσευούμενος
περισσευούμενος λεξικό γλώσσας δανικά, περισσευούμενος στα δανικά
Μεταφράσεις
- περιπολία στα δανικά - patrulje, patrol, patruljen, patruljering, patruljerer
- περισκελίδα στα δανικά - bukser, spatterdash
- περισσεύω στα δανικά - spare, overskud, overskydende, overskuddet, overskud på
- περιστέλλω στα δανικά - begrænse, indskrænke, tørn, stint
Τυχαίες λέξεις
Περισσευούμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: spare, perissefoumenos
Μεταφράσεις: spare, perissefoumenos