Περισσευούμενος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: περισσευούμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chave, sobressalentes, perissefoumenos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περισσευούμενος
περισσευούμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, περισσευούμενος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- περιπολία στα πορτογαλικά - patrulhe, paciente, patrulhar, patrulha, de patrulha, patrulha de, patrol, ...
- περισκελίδα στα πορτογαλικά - calha, calças, spatterdash
- περισσεύω στα πορτογαλικά - sobressalentes, chave, superávit, excedente, excesso, excedentes, excedente de
- περιστέλλω στα πορτογαλικά - confinar, demarcar, restringir, limitar, restrição, limite, stint, ...
Τυχαίες λέξεις
Περισσευούμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: chave, sobressalentes, perissefoumenos
Μεταφράσεις: chave, sobressalentes, perissefoumenos