Περισσευούμενος στα ολλανδικά

Μετάφραση: περισσευούμενος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overbodig, ontzien, sparen, perissefoumenos
Περισσευούμενος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περισσευούμενος

περισσευούμενος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, περισσευούμενος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • περιπολία στα ολλανδικά - patrouille, patrouilleren, patrouille van, patrol, de Patrouille van
  • περισκελίδα στα ολλανδικά - pantalon, broek, SpatterDash
  • περισσεύω στα ολλανδικά - overbodig, ontzien, sparen, overschot, surplus, overtollige, overschotten, ...
  • περιστέλλω στα ολλανδικά - beknotten, beperken, begrenzen, stint, spaarzaam, stint van
Τυχαίες λέξεις
Περισσευούμενος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: overbodig, ontzien, sparen, perissefoumenos