Προσκολλώμαι στα δανικά
Μετάφραση: προσκολλώμαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
klamre, klamrer, klamrer sig, cling, husholdningsfilm
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσκολλώμαι
προσκολλώμαι κλιση, προσκολλώμαι συνωνυμα, προσκολλώμαι λεξικό γλώσσας δανικά, προσκολλώμαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσκαλώ στα δανικά - invitere, indbyde, inviterer, opfordre, opfordrer
- προσκείμενος στα δανικά - tilstødende, støder op, ved siden, støder, der støder op
- προσκομίζω στα δανικά - producere, fremlagt, fremføre, fremlægge, føre, fremført
- προσκρούω στα δανικά - bump, støde, støder, bule, pukkel
Τυχαίες λέξεις
Προσκολλώμαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: klamre, klamrer, klamrer sig, cling, husholdningsfilm
Μεταφράσεις: klamre, klamrer, klamrer sig, cling, husholdningsfilm