Προσκομίζω στα δανικά
Μετάφραση: προσκομίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
producere, fremlagt, fremføre, fremlægge, føre, fremført
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσκομίζω
προσκομίζω-συνώνυμα, προσκομίζω μετάφραση, προσκομίζω σημασια, προσκομίζω ετυμολογία, προσκομίζω μετάφραση αγγλικά, προσκομίζω λεξικό γλώσσας δανικά, προσκομίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσκείμενος στα δανικά - tilstødende, støder op, ved siden, støder, der støder op
- προσκολλώμαι στα δανικά - klamre, klamrer, klamrer sig, cling, husholdningsfilm
- προσκρούω στα δανικά - bump, støde, støder, bule, pukkel
- προσκτώμαι στα δανικά - filial, prosktomai
Τυχαίες λέξεις
Προσκομίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: producere, fremlagt, fremføre, fremlægge, føre, fremført
Μεταφράσεις: producere, fremlagt, fremføre, fremlægge, føre, fremført