Πρωτοτυπία στα δανικά
Μετάφραση: πρωτοτυπία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
originalitet, originaliteten, originale, original
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρωτοτυπία
πρωτοτυπία έρευνας, πρωτοτυπία διδακτορικής διατριβής, πρωτοτυπία στα αγγλικά, πρωτοτυπία συνώνυμα, πρωτοτυπία συνώνυμο, πρωτοτυπία λεξικό γλώσσας δανικά, πρωτοτυπία στα δανικά
Μεταφράσεις
- πρωτοεμφανίζομαι στα δανικά - første optræden, første forekomst, første fremmøde, debut, første tilsynekomst
- πρωτοπόρος στα δανικά - foregangsmand, pioner, Pioneer, pioner inden, pioneren
- πρωτόγονος στα δανικά - primitive, primitiv, primitivt
- πρωτότυπο στα δανικά - prototype, original, oprindelige, originale, originalen, oprindelig
Τυχαίες λέξεις
Πρωτοτυπία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: originalitet, originaliteten, originale, original
Μεταφράσεις: originalitet, originaliteten, originale, original