Πυγμή στα δανικά

Μετάφραση: πυγμή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
næve, knytnæve, fist
Πυγμή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυγμή

πυγμή ευόσμου, πυγμή λεξικό, πυγμή στα αγγλικά, πυγμή βέροιας, πυγμή συνώνυμα, πυγμή λεξικό γλώσσας δανικά, πυγμή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πτώση στα δανικά - falde, efterår, fald, drop, slip, slippe, droppe
  • πυγή στα δανικά - anus, endetarmsåbningen, endetarmen, endetarmsåbning
  • πυγμαίος στα δανικά - pygmæ, pygmy, dværg, dværgand
  • πυγμαχώ στα δανικά - kasse, dåse, kiste, Spar, rundholten, bjælke, bjælken, ...
Τυχαίες λέξεις
Πυγμή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: næve, knytnæve, fist