Πυγμή στα ολλανδικά

Μετάφραση: πυγμή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
knuist, vuist, fist, de vuist
Πυγμή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυγμή

πυγμή ευόσμου, πυγμή λεξικό, πυγμή στα αγγλικά, πυγμή βέροιας, πυγμή συνώνυμα, πυγμή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πυγμή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πτώση στα ολλανδικά - storten, afvallen, schemer, schemering, verschieten, vallen, val, ...
  • πυγή στα ολλανδικά - gat, bibs, achterste, kont, anus, de anus, anussen, ...
  • πυγμαίος στα ολλανδικά - dwerg, pygmee, pygmy, dwergachtige
  • πυγμαχώ στα ολλανδικά - doos, slof, boksen, spar, rondhout, langsligger, ligger
Τυχαίες λέξεις
Πυγμή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: knuist, vuist, fist, de vuist