Πυγμή στα ουγγρικά

Μετάφραση: πυγμή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ököl, öklét, ököllel, ökle, öklével
Πυγμή στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυγμή

πυγμή ευόσμου, πυγμή λεξικό, πυγμή στα αγγλικά, πυγμή βέροιας, πυγμή συνώνυμα, πυγμή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πυγμή στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • πτώση στα ουγγρικά - hullás, elbukás, tönkrejutás, lehullás, csepp, dobja, dobja be, ...
  • πυγή στα ουγγρικά - végbélnyílás, végbél, a végbélnyílás, anus, végbélnyílásban
  • πυγμαίος στα ουγγρικά - pigmeus, kicsiny, törpe, Pygmy, pigmeusok, a törpe
  • πυγμαχώ στα ουγγρικά - bukszus, páholy, doboz, szárnyfőtartó, főtartóban, SPAR, a SPAR, ...
Τυχαίες λέξεις
Πυγμή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: ököl, öklét, ököllel, ökle, öklével