Πυρακτώνομαι στα δανικά

Μετάφραση: πυρακτώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ild, anneal, annealings-, udvarmning, udglødningen, annealerer
Πυρακτώνομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυρακτώνομαι

πυρακτώνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, πυρακτώνομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πυρήνας στα δανικά - kærne, kerne, kernen, centrale, core, grundlæggende
  • πυρακτωμένος στα δανικά - glødende, lysende, glowing, strålende, gløder
  • πυραμίδα στα δανικά - pyramide, Pyramid, pyramiden, i Pyramid, Pyramid og
  • πυρετός στα δανικά - temperatur, feber, feberen, svinepest
Τυχαίες λέξεις
Πυρακτώνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ild, anneal, annealings-, udvarmning, udglødningen, annealerer