Ρέλι στα δανικά

Μετάφραση: ρέλι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
margen, bred, grænse, kant, livline, livlinen, livsnerve, redningsplanke
Ρέλι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρέλι

το ρέλι, ρέλι τι είναι, λοξό ρέλι, ρέλι λεξικό γλώσσας δανικά, ρέλι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ράτσα στα δανικά - opdrage, blod, avle, race, yngler, opdrætte, yngle
  • ράφι στα δανικά - bræt, hylde, hylden, Væghylde, shelf
  • ρέψιμο στα δανικά - opstød, bøvsen, belching, bøvs, sure opstød
  • ρέω στα δανικά - bæk, strøm, flow, flyde, strømme, strømmer, flyder
Τυχαίες λέξεις
Ρέλι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: margen, bred, grænse, kant, livline, livlinen, livsnerve, redningsplanke