Ρήξη στα δανικά
Μετάφραση: ρήξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brud, ruptur, sprængning, bristning, briste
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρήξη
ρήξη τενοντίου πετάλου, ρήξη μηνίσκου, ρήξη μήτρας αιτια, ρήξη θωρακικών μυών, ρήξη τυμπάνου, ρήξη λεξικό γλώσσας δανικά, ρήξη στα δανικά
Μεταφράσεις
- ρήμα στα δανικά - verbum, udsagnsord, verbet, udsagnsordet, verb
- ρήμαγμα στα δανικά - ruinere, ødelæggelse, serviceområder, forfald, forfaldt, forfalde
- ρήση στα δανικά - siger, sige, at sige, sagde
- ρήτρα στα δανικά - sætning, klausul, paragraf, bestemmelse, klausulen, pkt
Τυχαίες λέξεις
Ρήξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brud, ruptur, sprængning, bristning, briste
Μεταφράσεις: brud, ruptur, sprængning, bristning, briste