Ρήξη στα ουγγρικά
Μετάφραση: ρήξη, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törés, szakadás, repedés, szakadási, ruptura
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρήξη
ρήξη τενοντίου πετάλου, ρήξη μηνίσκου, ρήξη μήτρας αιτια, ρήξη θωρακικών μυών, ρήξη τυμπάνου, ρήξη λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ρήξη στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ρήμα στα ουγγρικά - cselekvés, ige, verb, igét, igei, igének
- ρήμαγμα στα ουγγρικά - végromlás, rom, omladék, elhanyagoltság, üzemképtelen, elhanyagolt, megrongálódott, ...
- ρήση στα ουγγρικά - mondás, mondván, mondja
- ρήτρα στα ουγγρικά - cikkely, feltétel, mellékmondat, záradék, záradékot, kikötés, klauzula, ...
Τυχαίες λέξεις
Ρήξη στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: törés, szakadás, repedés, szakadási, ruptura
Μεταφράσεις: törés, szakadás, repedés, szakadási, ruptura