Ρημάζω στα δανικά

Μετάφραση: ρημάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hærge, hærger, plyndre, raserer, at hærge
Ρημάζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρημάζω

τρομάζω συνώνυμα, ρημάζω λεξικό γλώσσας δανικά, ρημάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ρευστότητα στα δανικά - likviditet, likviditeten, likviditets-
  • ρεύμα στα δανικά - nærværende, bæk, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende
  • ρητά στα δανικά - udtrykkeligt, eksplicit, udtrykkelig, udtrykkeligt er, direkte
  • ρητό στα δανικά - ordsprog, siger, sige, at sige, sagde
Τυχαίες λέξεις
Ρημάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hærge, hærger, plyndre, raserer, at hærge