Ρητό στα δανικά

Μετάφραση: ρητό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ordsprog, siger, sige, at sige, sagde
Ρητό στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρητό

ρητό για την υγεία, ρητό υγεία, ρητό της ημέρας, ρητό του κοέλιο, ρητό αγάπης, ρητό λεξικό γλώσσας δανικά, ρητό στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ρημάζω στα δανικά - hærge, hærger, plyndre, raserer, at hærge
  • ρητά στα δανικά - udtrykkeligt, eksplicit, udtrykkelig, udtrykkeligt er, direkte
  • ρητός στα δανικά - udtrykkelig, eksplicit, udtrykkeligt, udtrykkelige, eksplicitte
  • ρητώς στα δανικά - udtrykkeligt, udtrykkeligt er, udtrykkelig, der udtrykkeligt, udtrykkeligt har
Τυχαίες λέξεις
Ρητό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ordsprog, siger, sige, at sige, sagde