Ρητό στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ρητό, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
велејќи:, велејќи дека, велејќи, велат, вели
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρητό
ρητό για την υγεία, ρητό υγεία, ρητό της ημέρας, ρητό του κοέλιο, ρητό αγάπης, ρητό λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ρητό στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ρημάζω στα σλαβομακεδονικά - пустошат, ги уништи, разрушавам
- ρητά στα σλαβομακεδονικά - експлицитно, изрично, експлицитно се, изречно, јасно
- ρητός στα σλαβομακεδονικά - експлицитна, експлицитни, експлицитно
- ρητώς στα σλαβομακεδονικά - изрично, експлицитно, изречно, изричито, јасно
Τυχαίες λέξεις
Ρητό στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: велејќи:, велејќи дека, велејќи, велат, вели
Μεταφράσεις: велејќи:, велејќи дека, велејќи, велат, вели