Ρουσφέτι στα δανικά
Μετάφραση: ρουσφέτι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
betjening, service, tjeneste, byttet, ødelægger, skæmmer, bytte, forkæler
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρουσφέτι
καρογιάν ρουσφέτι, ρουσφέτι ορισμός, ρουσφέτι ετυμολογία, ρουσφέτι συνώνυμο, ρουσφέτι λεξικό γλώσσας δανικά, ρουσφέτι στα δανικά
Μεταφράσεις
- ρουμάνι στα δανικά - krat, Roumani
- ρουμπίνι στα δανικά - rubin, Ruby, rubinrød, rubiner, rubinring
- ρουτίνα στα δανικά - rutine, rutinemæssig, rutinemæssige, rutinen, rutinemæssigt
- ρουφήχτρα στα δανικά - whirlpool, spabad, boblebad, Strømhvirvel
Τυχαίες λέξεις
Ρουσφέτι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: betjening, service, tjeneste, byttet, ødelægger, skæmmer, bytte, forkæler
Μεταφράσεις: betjening, service, tjeneste, byttet, ødelægger, skæmmer, bytte, forkæler