Σκέπασμα στα δανικά
Μετάφραση: σκέπασμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
låg, øjenlåg, dæksel, cover, dækning, dækslet, dække
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκέπασμα
σκέπασμα ηλιακού, σκέπασμα λεξικό γλώσσας δανικά, σκέπασμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- σκάμμα στα δανικά - pit, grube, hul, grav, graven
- σκάφος στα δανικά - skib, beholder, fartøj, fartøjet, fartøjets, skibet
- σκέπτομαι στα δανικά - mene, tænke, meditere, mediterer, at meditere, meditation
- σκέρτσο στα δανικά - morsomhed, vittighed, spøge, Scherzo, scherzoen
Τυχαίες λέξεις
Σκέπασμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: låg, øjenlåg, dæksel, cover, dækning, dækslet, dække
Μεταφράσεις: låg, øjenlåg, dæksel, cover, dækning, dækslet, dække