Σκέπασμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: σκέπασμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoed, deksel, kaft, ooglid, bedekking, omslag, dekking, dekken
Σκέπασμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκέπασμα

σκέπασμα ηλιακού, σκέπασμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκέπασμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκάμμα στα ολλανδικά - pit, kuil, put, gracht, pits
  • σκάφος στα ολλανδικά - etui, beroep, pul, handwerk, boot, vat, bak, ...
  • σκέπτομαι στα ολλανδικά - vermoeden, denken, stellen, achten, veronderstellen, aannemen, geloven, ...
  • σκέρτσο στα ολλανδικά - mop, grol, gekscheren, grap, schertsen, kwinkslag, pots, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκέπασμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hoed, deksel, kaft, ooglid, bedekking, omslag, dekking, dekken