Σκόρος στα δανικά

Μετάφραση: σκόρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
møl, moth
Σκόρος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκόρος

σκόρος τροφίμων, σκόρος ξύλου, σκόρος ρούχων αντιμετωπιση, σκόρος ρούχων, σκόρος εξάρχεια, σκόρος λεξικό γλώσσας δανικά, σκόρος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σκόπιμος στα δανικά - målbevidst, målrettet, målrettede, målbevidste, meningsfyldt
  • σκόρδο στα δανικά - hvidløg, hvidløg med
  • σκύβω στα δανικά - sving, and, krumning, fold, bøje, kurve, svinge, ...
  • σκύλα στα δανικά - tæve, bitch, kælling, tæven, kćlling
Τυχαίες λέξεις
Σκόρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: møl, moth