Στουπί στα δανικά

Μετάφραση: στουπί, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
blår, tow, slæb, trække, slæbe
Στουπί στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στουπί

στουπί στο μεθύσι, στουπί λεξικό γλώσσας δανικά, στουπί στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στοργή στα δανικά - hengivenhed, kærlighed, ømhed, lidelse
  • στοργικός στα δανικά - kærlig, hengiven, kærlige, kælen, hengivne
  • στουρνάρι στα δανικά - flint, glasset, fyrsten, flintesten
  • στοχασμός στα δανικά - meditation, meditationen
Τυχαίες λέξεις
Στουπί στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: blår, tow, slæb, trække, slæbe