Στουπί στα ουκρανικά

Μετάφραση: στουπί, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відбуксирувати, буксирувати, тягти, буксирування, буксировка
Στουπί στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στουπί

στουπί στο μεθύσι, στουπί λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στουπί στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • στοργή στα ουκρανικά - любов, хворобу, прихильність, ласка, кохання, любовь
  • στοργικός στα ουκρανικά - люблячий, ніжний, прівязчівий, причепливий, відданий
  • στουρνάρι στα ουκρανικά - дурень, бовдуре, бовдур, борей, болван, кремінь, Кремень, ...
  • στοχασμός στα ουκρανικά - сподівання, розгляд, споглядання, припущення, медитація, медитация
Τυχαίες λέξεις
Στουπί στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відбуксирувати, буксирувати, тягти, буксирування, буксировка