Στουπί στα λιθουανικά
Μετάφραση: στουπί, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakulos, tempimo, gniūžtės, vilkimo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στουπί
στουπί στο μεθύσι, στουπί λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στουπί στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στοργή στα λιθουανικά - prisirišimas, meilė, prieraišumas, affection, Įtakos nedarymo
- στοργικός στα λιθουανικά - meilus, prieraišus, Kochający, prieraišūs, švelnus
- στουρνάρι στα λιθουανικά - kvailys, titnagas, Flint, titnago, akmenukais, su akmenukais
- στοχασμός στα λιθουανικά - meditacija, meditacijos, Meditation, meditaciją
Τυχαίες λέξεις
Στουπί στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pakulos, tempimo, gniūžtės, vilkimo
Μεταφράσεις: pakulos, tempimo, gniūžtės, vilkimo