Συγκρίσιμος στα δανικά

Μετάφραση: συγκρίσιμος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sammenlignelige, sammenlignelig, sammenlignes, tilsvarende, kan sammenlignes
Συγκρίσιμος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκρίσιμος

συγκρίσιμος αγγλικά, συγκρίσιμος λεξικό γλώσσας δανικά, συγκρίσιμος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συγκολλώ στα δανικά - bånd, strik, strikke, strikkes, strikker, strikket
  • συγκρίνω στα δανικά - kontrast, sammenligne, sammenlign, sammenligner, sammenligning, Billige
  • συγκροτώ στα δανικά - komponere, sammensætte, skrive, komponerer, at komponere
  • συγκρούομαι στα δανικά - hurtle
Τυχαίες λέξεις
Συγκρίσιμος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sammenlignelige, sammenlignelig, sammenlignes, tilsvarende, kan sammenlignes