Συγκρίσιμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: συγκρίσιμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vergelijkbaar, vergelijkbare, vergelijkbaar is, vergelijkbaar zijn, vergelijken
Συγκρίσιμος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκρίσιμος

συγκρίσιμος αγγλικά, συγκρίσιμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συγκρίσιμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συγκολλώ στα ολλανδικά - adhesie, lassen, obligatie, binding, band, grip, breien, ...
  • συγκρίνω στα ολλανδικά - afsteken, contrasteren, tegenstelling, contrast, vergelijken, vergelijking, vergelijk, ...
  • συγκροτώ στα ολλανδικά - samenstellen, componeren, vormen, uitmaken, samen, samen te, opstellen
  • συγκρούομαι στα ολλανδικά - aanrijden, voorrijden, slingeren, hurtle, Razen, daveren, nemen Slingeren
Τυχαίες λέξεις
Συγκρίσιμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vergelijkbaar, vergelijkbare, vergelijkbaar is, vergelijkbaar zijn, vergelijken