Συγκρίσιμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συγκρίσιμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comparável, comparáveis, semelhante, similar, equivalente
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκρίσιμος
συγκρίσιμος αγγλικά, συγκρίσιμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συγκρίσιμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συγκολλώ στα πορτογαλικά - solda, ligação, adesão, tricotar, knit, malha, tricô, ...
- συγκρίνω στα πορτογαλικά - contrastar, contraste, comparar, compare, comparação, compará, compara
- συγκροτώ στα πορτογαλικά - constituir, compor, constitua, compõem, componha, escrever, compõe
- συγκρούομαι στα πορτογαλικά - chocar, Hurtle, Hurtle em, bater contra, estalar
Τυχαίες λέξεις
Συγκρίσιμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: comparável, comparáveis, semelhante, similar, equivalente
Μεταφράσεις: comparável, comparáveis, semelhante, similar, equivalente