Συζητώ στα δανικά
Μετάφραση: συζητώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
behandle, diskutere, drøfte, drøfter, diskuterer, at drøfte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συζητώ
συζητώ στα αγγλικά, συζητώ συνώνυμα, συζητώ στα ισπανικά, συζητώ συνώνυμο, συζητώ λεξικό γλώσσας δανικά, συζητώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- συζήτηση στα δανικά - drøftelse, debat, diskussion, diskutere, drøftelser, diskussionen
- συζητήσιμος στα δανικά - diskutabel, diskuteres, kan diskuteres, tvivlsomt
- συκοφαντία στα δανικά - bagvaskelse, bagtalelse, bagtale, sladder, injurier
- συκοφαντικός στα δανικά - sycophantic, sleske
Τυχαίες λέξεις
Συζητώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: behandle, diskutere, drøfte, drøfter, diskuterer, at drøfte
Μεταφράσεις: behandle, diskutere, drøfte, drøfter, diskuterer, at drøfte