Συλλογίζομαι στα δανικά

Μετάφραση: συλλογίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fundere
Συλλογίζομαι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συλλογίζομαι

συλλογίζομαι συνώνυμα, συλλογίζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, συλλογίζομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συλλαβίζω στα δανικά - tid, syllabize
  • συλλαμβάνω στα δανικά - gribe, arrestere, nab, snuppe, at snuppe
  • συλλογικά στα δανικά - kollektivt, samlet, tilsammen, ét, under et
  • συλλογικός στα δανικά - kollektive, kollektiv, kollektivt, fælles, samlede
Τυχαίες λέξεις
Συλλογίζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fundere