Συλλογίζομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: συλλογίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
peinzen, overpeinzen, beramen, cogitate, dunken
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογίζομαι
συλλογίζομαι συνώνυμα, συλλογίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συλλογίζομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συλλαβίζω στα ολλανδικά - tijd, spellen, betovering, aantrekkelijkheid, poos, syllabize
- συλλαμβάνω στα ολλανδικά - inrekenen, arrest, bemachtigen, aangrijpen, hechtenis, arresteren, waardering, ...
- συλλογικά στα ολλανδικά - collectief, gezamenlijk, samen, collectieve
- συλλογικός στα ολλανδικά - gemeenschappelijk, collectief, collectieve, de collectieve, gezamenlijke, voor collectieve
Τυχαίες λέξεις
Συλλογίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: peinzen, overpeinzen, beramen, cogitate, dunken
Μεταφράσεις: peinzen, overpeinzen, beramen, cogitate, dunken