Συλλογίζομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: συλλογίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apmąstyti, Mąstyti, Apgalvoti, Pojąć, Rozmyślać
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογίζομαι
συλλογίζομαι συνώνυμα, συλλογίζομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συλλογίζομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συλλαβίζω στα λιθουανικά - žavumas, žavesys, Sylabizować, Skirstoma į skiemens, Tariate pagal skiemens, skiemens, į skiemens
- συλλαμβάνω στα λιθουανικά - areštuoti, areštas, suimti, sugauti, Nabi, nab, Przydybać
- συλλογικά στα λιθουανικά - kartu, kolektyviai, apibendrinant, bendrai, drauge
- συλλογικός στα λιθουανικά - kolektyvinis, kolektyvinio, kolektyvinė, kolektyvinės, kolektyvinių
Τυχαίες λέξεις
Συλλογίζομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: apmąstyti, Mąstyti, Apgalvoti, Pojąć, Rozmyślać
Μεταφράσεις: apmąstyti, Mąstyti, Apgalvoti, Pojąć, Rozmyślać