Συμπληρώνω στα δανικά

Μετάφραση: συμπληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bilag, ernære sig, møjsommeligt, slå sig igennem
Συμπληρώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπληρώνω

συνώνυμο συμπληρώνω, συμπληρώνω στα αγγλικά, συμπληρώνω στα γαλλικά, συμπληρώνω μετάφραση αγγλικά, συμπληρώνω τα κενά μου, συμπληρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, συμπληρώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συμπλήρωμα στα δανικά - bilag, supplement, tillæg, supplere
  • συμπληρωματικός στα δανικά - komplementære, komplementær, supplerende, supplerer, supplement
  • συμπλοκή στα δανικά - håndgemæng, slagsmål, forvirring, noget håndgemæng, scuffle
  • συμπτύσσω στα δανικά - guffe, tuck, guf, optrukken, kan gemmes
Τυχαίες λέξεις
Συμπληρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bilag, ernære sig, møjsommeligt, slå sig igennem