Συμπληρώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: συμπληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taupiai naudoti, Sztukować, Papildyti, vos verstis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπληρώνω
συνώνυμο συμπληρώνω, συμπληρώνω στα αγγλικά, συμπληρώνω στα γαλλικά, συμπληρώνω μετάφραση αγγλικά, συμπληρώνω τα κενά μου, συμπληρώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συμπληρώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συμπλήρωμα στα λιθουανικά - papildyti, priedas, papildas, papildo, papildymas
- συμπληρωματικός στα λιθουανικά - papildomas, papildo, papildyti, papildytų, papildančios
- συμπλοκή στα λιθουανικά - susipešti, brūkščioti, muštynės, peštis
- συμπτύσσω στα λιθουανικά - teleskopas, klostė, maistas, pakišti, Tuck, Podwijać
Τυχαίες λέξεις
Συμπληρώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: taupiai naudoti, Sztukować, Papildyti, vos verstis
Μεταφράσεις: taupiai naudoti, Sztukować, Papildyti, vos verstis