Συνεργάζομαι στα δανικά
Μετάφραση: συνεργάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
samarbejde, samarbejder, at samarbejde, samarbejde om
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεργάζομαι
συνεργάζομαι translate, συνεργάζομαι μετάφραση, συνεργάζομαι συμμετέχω, συνεργάζομαι english, συνεργάζομαι στα αγγλικά, συνεργάζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, συνεργάζομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- συνεπαίρνω στα δανικά - transportere, transport, ophidser, begejstrer, vækker
- συνεπώς στα δανικά - følgelig, derfor, dermed, Som følge heraf, følge heraf
- συνεργάσιμος στα δανικά - kooperativ, samarbejde, kooperative, andelsselskab, samarbejdsvillig
- συνεργάτης στα δανικά - bidragyder, bidragydere, medlem, aktive bidragydere
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: samarbejde, samarbejder, at samarbejde, samarbejde om
Μεταφράσεις: samarbejde, samarbejder, at samarbejde, samarbejde om