Συνετό στα δανικά

Μετάφραση: συνετό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
klog, klogt, kloge, wise, vise
Συνετό στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνετό

ιάσονα συνετό, συνετό λεξικό γλώσσας δανικά, συνετό στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συνετά στα δανικά - klogt, fornuftigt, omtanke, med omtanke
  • συνεταιρισμός στα δανικά - partnerskab, partnerskabet, samarbejde, partnerskaber
  • συνετός στα δανικά - klog, vis, forsigtig, en forsigtig, fornuftig, forsigtigt, forsigtige
  • συνεχής στα δανικά - stadig, kontinuerlig, løbende, vedvarende, kontinuert, kontinuerlige
Τυχαίες λέξεις
Συνετό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: klog, klogt, kloge, wise, vise