Σφικτά στα δανικά
Μετάφραση: σφικτά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stramt, tæt, fast, holdes tæt, skal holdes tæt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφικτά
σφικτά λεξικό γλώσσας δανικά, σφικτά στα δανικά
Μεταφράσεις
- σφετερισμός στα δανικά - usurpation, tilegnelse, ulovlig tilegnelse, bemægtigelse
- σφηνώνω στα δανικά - syltetøj, marmelade, papirstop, jam, papirstoppet
- σφιχτός στα δανικά - stram, stramt, stramme, tæt, fast
- σφοδρά στα δανικά - inveighingly
Τυχαίες λέξεις
Σφικτά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stramt, tæt, fast, holdes tæt, skal holdes tæt
Μεταφράσεις: stramt, tæt, fast, holdes tæt, skal holdes tæt