Σφικτά στα λιθουανικά
Μετάφραση: σφικτά, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvirtai, standžiai, sandariai, glaudžiai, griežtai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφικτά
σφικτά λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σφικτά στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σφετερισμός στα λιθουανικά - uzurpacija, paveržimas, Uzurpācija, Uzurpacja, Samozwaństwo
- σφηνώνω στα λιθουανικά - klubas, uogienė, džemas, uogiene, uogienės
- σφιχτός στα λιθουανικά - įtemptas, stora, trumpas, griežta, tvirtai
- σφοδρά στα λιθουανικά - inveighingly
Τυχαίες λέξεις
Σφικτά στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tvirtai, standžiai, sandariai, glaudžiai, griežtai
Μεταφράσεις: tvirtai, standžiai, sandariai, glaudžiai, griežtai