Τραυματισμός στα δανικά
Μετάφραση: τραυματισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
krænke, såre, sår, såret, såring, sårende, sårede, sårdannelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τραυματισμός
τραυματισμός σπανούλη, τραυματισμός αναστασίου, τραυματισμός καλουτζέροβιτς, τραυματισμός κόλπου ή εντέρου, τραυματισμός ολαιτάν, τραυματισμός λεξικό γλώσσας δανικά, τραυματισμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- τραυματικός στα δανικά - traumatisk, traumatiske
- τραυματισμένος στα δανικά - såret, sårede, tilskadekomne, skadet, han var skadet
- τραχεία στα δανικά - luftrør, luftrøret, trachea, luft-, luftroeret
- τραχύς στα δανικά - grov, skarp, ru, løselig, barsk, groft, uslebne, ...
Τυχαίες λέξεις
Τραυματισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: krænke, såre, sår, såret, såring, sårende, sårede, sårdannelse
Μεταφράσεις: krænke, såre, sår, såret, såring, sårende, sårede, sårdannelse